Πατριάρχης Ιεροσολύμων
ΣΤ:. Αδελφοποίησις
(Προύσα 1892 – Ιεροσόλυμα 1980)
Σε ηλικία 14 ετών, μετέβη στα Ιεροσόλυμα και σπούδασε στην τοπική Ιερατική σχολή. Το 1914 ονομάστηκε μοναχός. Στη συνέχεια έγινε Διάκονος και υπηρέτησε στη Μητρόπολη Πτολεμαΐδας. Το 1921 κατεβαίνει στην Αθήνα για σπουδές στη Θεολογική και Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μετά το τέλος των σπουδών του γύρισε στα Ιεροσόλυμα (1925) και τον Οκτώβριο του 1929, χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος, και διορίστηκε Έξαρχος του Παναγίου Τάφου στην Αθήνα. Παρέμεινε στη θέση αυτή μέχρι το 1946. Στη συνέχεια και έως το 1951 ήταν μέλος της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, οπότε χειροτονήθηκε Αρχιεπίσκοπος Τιβεριάδος . Το 1957 εξελέγη Πατριάρχης Ιεροσολύμων. Έτσι αρχίζει ένα μεγάλο έργο αναδιοργάνωσης του Πατριαρχείου (2ο τη τάξει). Η Ιορδανική Κυβέρνηση κατοχυρώνει τα κυριαρχικά δικαιώματα της Αγιοταφίτικης αδελφότητας στα προσκυνήματα των Αγίων τόπων. Ο Βενέδικτος έλαβε μέρος σε πολλά διεθνή εκκλησιαστικά συνέδρια για την επίλυση πολιτικών και ποιμαντικών προβλημάτων . Συναντήθηκε με τον Πάπα Παύλο τον Στ’ στα Ιεροσόλυμα μαζί με τον επίσης μεγάλο Τέκτονα Πατριάρχη Αθηναγόρα σε μία πρωτοφανή και ξεχωριστή παγκόσμια Χριστιανική προσπάθεια συνεργασίας και διαλόγου των Εκκλησιών. Στη διάρκεια αυτής της συνάντησης έγινε η αμοιβαία άρσης του αναθέματος από την εποχή του Σχίσματος ( 1054) Επίσης ο Βενέδικτος τακτοποίησε θέματα εκλογής του Πατριάρχη, μισθοδοσιών, στελέχωσης του Πατριαρχείου κ.α. Ήταν πολύγλωσσος και καλλιεργημένος, άφησε ένα αξιόλογο συγγραφικό έργο μελετών νομικού και ιστορικού περιεχομένου. Θα μείνει στην εκκλησιαστική ιστορία ως ένας από τους κορυφαίους ποιμένες. Τιμήθηκε με τιμητικές διακρίσεις, όπως: Μεγαλόσταυρο του Τάγματος των Αποστόλων , Μεγαλόσταυρο του Γεωργίου Α΄, Το ανώτατο παράσημο της Ιορδανίας κ.α