Γεννήθηκε το 1854. Γόνος της καταγόµενης από τις Σέρρες Πελοποννησιακής οικογένειας Βάρβογλου ή Μπάρµπογλου, η οποία διακρίθηκε κατά τους ποικίλους εθνικούς αγώνες από το 1684 µέχρι 1821, κληρονόµησε την αφοσίωση στα εθνικά πράγµατα από τον παππού του Γεώργιο Βάρβογλη που µυήθηκε το 1819 από τον εθνοµάρτυρα πατριάρχη Γρηγόριο στα µυστικά των Φιλικών. Αφού παρακολούθησε τα εγκύκλια µαθήµατα στην ιδιαίτερη πατρίδα του εισήλθε στη Στρατιωτική Σχολή των Ευελπίδων το 1870. Αποφοίτησε το 1877 και ανέλαβε υπηρεσία στο Πυροβολικό. Έχοντας ασχοληθεί ειδικότερα µε τα πυροτεχνουργικά, διορίσθηκε διευθυντής του Ελληνικού Πυριτιδοποιείου και καθηγητής Πυροτεχνουργίας στη Σχολή Ευελπίδων, διδάσκοντας συγχρόνως Στρατιωτική Τεχνολογία. Υπηρέτησε ως τµηµατάρχης του Πυροβολικού στο Υπουργείο Στρατιωτικών και έγραψε αξιόλογο έργο για την Πυροτεχνουργία.
Εισήλθε στον Τεκτονισµό στη Στ. «Αθηνά», υιοθετήθηκε από τη Στ. «Σκενδέρµπεης», της οποίας διετέλεσε Σεβ. Το 1906 συµµετέσχε στην κίνηση προς ανασυγκρότηση του Τάγµατος υπό δύο χωριστές αρχές, τη Συµβολική και τη Φιλοσοφική, και όταν κλήθηκε το 1907 στο αξίωµα του Μεγ. Διδ. (1907 έως 1911) υπέγραψε µαζί µε τον Μέγ. Γραµ. Αρ. Σχορτσανίτη και τα άλλα Μέλη του Συµβουλίου της Μεγ. Αν. την εν ισχύι και σήμερα Συνθήκη που αφορά στις σχέσεις με τον Σκωτικό Τύπο. Στη συνέχεια το Ύπ. Συµβ., που ανασυντάχθηκε σύµφωνα µε τους όρους της πιο πάνω Συνθήκης, ανακήρυξε στις 20 Ιουλίου 1908 τον Νικόλαο Βάρβογλη ως Ανθύπ. Μέγ. Ταξ. Όντας όµως στρατιώτης της πατρίδας και λάτρης της ελευθερίας, την οποία επιζητούσε τότε η Ελλάδα υπέρ των υπόδουλων αδελφών, ανέλαβε µε ένθερµο ενθουσιασµό µακροχρόνια αποστολή στο εξωτερικό προς πολεµική ετοιµασία, την οποία του εµπιστεύθηκε η πατρίδα. Όταν επανήλθε, µετά από µακρά απουσία, κατά την οποία εκτέλεσε µε αποτελεσματικότητα και απόλυτη ακρίβεια τις εµπιστευτικές εντολές που του ανατέθηκαν, υπηρέτησε την πατρίδα ως συνταγµατάρχης εν ενεργεία.
Μετά από πολύχρονη ασθένεια και ενώ είχε ήδη προαχθεί σε υποστράτηγο, µετέστη στις 16 Μαρτίου 1925 στην Αιώνια Ανατολή.