Η οικογένειά του ήρθε στον Πειραιά το 1884 όπου και τελικά εγκαταστάθηκε και έλαβε τις εγκυκλίους σπουδές του. Γράφτηκε στην Νομική Σχολή Αθηνών αλλά για λόγους υγείας (ασθένησε βαριά) δεν κατόρθωσε να αποφοιτήσει. Το πραγματικό του όνομα ήταν Δημήτριος Σύψωμος. Όντας νέος αφοσιώθηκε στην ποίηση και λογοτεχνία και δημοσίευσε ποιήματά του στο περιοδικό “Στάδιον” (1894).
Μελέτησε ξένους ποιητές της εποχής από πρωτότυπες εκδόσεις ταξίδευσε στο Παρίσι και Λονδίνο και γνώρισε ποιητές. Μπήκε στους φιλολογικούς κύκλους της Αθήνας (του Παλαμά, Νιρβάνα κ.α.) Το 1909 προσχώρησε στον Εκπαιδευτικό όμιλο των δημοτικιστών. Στη συνέχεια προσχώρησε στη Σοσιαλιστική Δημοκρατική Ένωση. Το 1912-13 πολέμησε στους Βαλκανικούς αγώνες.
Αρθρογραφούσε και συνεργαζόταν με τα περιοδικά : Τέχνη, Παναθήναια, Διόνυσος, Μούσα, Νέα Ζωή, Καλλιτέχνης, το Περιοδικόν μας. Έγινε πολύ αγαπητός κυρίως στους νέους λόγω του πεσιμιστικού ύφους και της μελαγχολίας του. Πολλά ποιήματά του μεταφράστηκαν στη Γαλλία, Γερμανία και Αγγλία. Η πρώτη του ποιητική συλλογή δημοσιεύθηκε το 1920 με τίτλο Σκιές. Μετά τον θάνατό του ο αδελφός του εξέδωσε τα ανέκδοτά του ποιήματα, με τίτλο “Οι μουσικές φωνές“, έργο που βραβεύτηκε από το Εθνικό Αριστείο των Γραμμάτων και Τεχνών (1932).
Ο Πορφύρας ήταν ένας μοναχικός, μελαγχολικός και απλός άνθρωπος, τραγούδησε τον έρωτα, την Ελληνική θάλασσα και φύση. Έμεινε στη μνήμη και αγαπήθηκε για την έκφραση, την γλυκύτητα και την αρμονία του στίχου του. Ο Πορφύρας τιμήθηκε με τον Αργυρό Σταυρό Τάγματος του Σωτήρος και με μετάλλιο από τον Δήμαρχο Πειραιώς. Τιμήθηκε επίσης με ειδικά αφιερώματα φιλολογικών περιοδικών όπως η Εστία και Ελληνική Δημιουργία.
Το μνήμα του, στο νεκροταφείο της Ανάστασης Πειραιά, φιλοτέχνησε ο εξάδελφος του αρχιτέκτονας Δημήτρης Πικιώνης.