Σπούδασε νομικά στην Πάδοβα και κατόπιν έκανε εξάσκηση στη Φλωρεντία. Επέστρεψε στην Κέρκυρα όπου εργάστηκε ως Νομικός και διακρίθηκε για την επιστημονική του κατάρτιση και τη ρητορική του ικανότητα. Υπήρξε μέλος της Ιονίου Ακαδημίας (1809). Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον αδελφό του Καποδίστρια Βιάρο. Έγινε συνεργάτης του Κυβερνήτη, ο οποίος τον διόρισε μέλος του Πανελληνίου και μέλος του Πολεμικού Δικαστηρίου.
Στη συνέχεια διορίστηκε Υπουργός Δικαιοσύνης (1829). Συμμετείχε στη νομοπαρασκευαστική επιτροπή του Αστικού, Ποινικού και Δικονομικού κώδικα. Θέσπισε σημαντικά νομοθετήματα. Το 1833 εξελέγη Αντιπρόσωπος Κερκύρας στο Δ΄ Κοινοβούλιο. Την ίδια χρονιά εξελέγη Γενικός Εισαγγελέας του Ιονίου Κράτους. Συνέγραψε στα Ιταλικά νομικές πραγματείες και στα Ελληνικά το Νομικό έργο περί Πολιτικής και Ποινικής Δικονομίας.
Διετέλεσε μέλος του συμβουλίου της Μεγάλης Ανατολής.