Κωνσταντίνος Αγγελόπουλος (1859-1947)

Γεννήθηκε στις 20 Ιανουαρίου του 1859 στην Αθήνα από Αρκάδες γονείς. Παρακολούθησε τα εγκύκλια µαθήµατα αριστεύοντας και ακολούθως φοίτησε στη Νοµική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστηµίου, της οποίας ανακηρύχθηκε αριστούχος διδάκτωρ. Αφού συµπλήρωσε τις γνώσεις του στο Παρίσι, επανήλθε στην Αθήνα και διετέλεσε µέχρι το 1890 αρχισυντάκτης και διευθυντής της ιδρυθείσας από τον πατέρα του εφημερίδας «Παλιγγενεσία».
Προσλήφθηκε τον Φεβρουάριο του 1892 ως Γενικός Γραµµατέας του Υπουργείου Εσωτερικών από τον θείο του Κ. Κωνσταντόπουλο, ο οποίος σχηµάτισε κυβέρνηση µετά την παραίτηση του Θεόδωρου Δηλιγιάννη. Στις εκλογές του Απριλίου του 1895 αναδείχθηκε βουλευτής και διακρίθηκε στη Βουλή ως ρήτορας. Εκλέχτηκε πολλές φορές βουλευτής στην Αθήνα.
Το 1910, αποσύρθηκε από την πολιτική και αφοσιώθηκε σε φιλολογικές και δηµοσιολογικές µελέτες. Το 1912 διορίστηκε ελεγκτής στο Ελεγκτικό Συνέδριο και μετά από δεκαετή υπηρεσία έγινε πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, θέση στην οποία παρέµεινε µέχρι τις 9 Μαρτίου 1923. Αναµείχθηκε και πάλι µε την πολιτική και εκλέχθηκε βουλευτής το 1926, οπότε και ανέλαβε το Υπουργείο Δικαιοσύνης στην τότε οικουµενική Κυβέρνηση.
Εξέδωσε πολύτιµα βιβλία επί οικονοµικών και πολιτικών θεµάτων. Επεκτάθηκε και στη συγγραφή θεατρικών έργων, το δε έργο του «Αριστόδηµος» βραβεύτηκε και ανέβηκε στο Βασιλικό Θέατρο το 1906.
Μυήθηκε στη Στ. «Σκενδέρµπεης», επί Σεβ. Νικ. Βάρβογλη, διετέλεσε Ρήτ. και αργότερα Σεβ. Το 1911 εκλέχθηκε Μέγ. Διδ. και παρέμεινε σε αυτή τη θέση µέχρι το 1926. Συνετέλεσε στην οικονοµική ανόρθωση του Τάγµατος µαζί µε τους αδ. Σπ. Βελλή, Αντ. Μπουρνιά, Ν. Νώε και Ι. Μαργαρίτη, οι οποίοι συνέστησαν συνεταιρισµό προς εξεύρεση των απαιτούµενων πόρων για την απόκτηση Τεκτονικού Μεγάρου.
Αντιµετώπισε με υπευθυνότητα και πατριωτισμό το πρόβληµα των προσφύγων της Μικράς Ασίας ζητώντας τη βοήθεια ξένων τεκτόνων, οι οποίοι δηµιούργησαν την οργάνωση Near East Relief µε πρόεδρο τον Αμερικανό πρέσβη Η. Morgendau.
Το 1947 µετέστη στην Αιώνια Ανατολή εργαζόµενος, αν και τυφλός, µέχρι την τελευταία στιγµή της ζωής του.