Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και την Ιταλία. Επέστρεψε και εισήλθε στον δικαστικό κλάδο, όπου διακρίθηκε για την ακεραιότητα και εντιμότητά του. Έφθασε μέχρι τον βαθμό του Αντιεισαγγελέα Εφετών. Αγωνίστηκε με πάθος για την εξάλειψη της κοινωνικής μάστιγας της εποχής, της ληστείας, και για την εξυγίανση του δημόσιου βίου. Το 1874 αηδιασμένος από την διαφθορά παραιτήθηκε από το δικαστικό του αξίωμα . Έκτοτε ασχολήθηκε με την πολιτική και του κοινωνικούς αγώνες.
Το 1875 εκλέχθηκε βουλευτής Κεφαλονιάς από όπου κατάγονταν η παλαιά αριστοκρατική του οικογένεια. Θεωρείται από τους πρώτους σοσιαλιστές βουλευτές και δημιούργησε δική του κοινοβουλευτική ομάδα. Η ομάδα του ήταν επίγονοι των Ριζοσπαστών, προοδευτικά και φιλελεύθερα στοιχεία . Στην πορεία του συναντήθηκε με τον επίσης τέκτονα Γ. Φιλάρετο και ίδρυσαν με άλλους ριζοσπάστες τον Δημοκρατικό Σύλλογο Ρήγας. Επιδόθηκε σε αντιμοναρχικούς αγώνες αποδοκιμάζοντας ταυτόχρονα τις ξένες παρεμβάσεις στις εσωτερικές υποθέσεις της Ελλάδας. Ήταν δεινός ρήτωρ και γιαυτό απέκτησε σφοδρούς πολέμιους. Σε μία αντιπαράθεση που είχε στην πλατεία Συντάγματος με τον φιλομοναρχικό βουλευτή Μεσολογγίου Δημ. Στάικο (πρώην Συνταγματάρχη) και στην επακολουθήσασα μονομαχία τραυματίστηκε.
Το 1883 εξελέγη βουλευτής Αττικοβοιωτίας και μαζί με τον Αρ. Οικονόμου, ίδρυσε το Λαϊκό Κόμμα . Δημοκρατικό κόμμα με αρχές και προοπτική ανανέωσης της πολιτικής ζωής και των κοινωνικών δομών. Το 1885 επανεξελέγη βουλευτής. Ο ασυμβίβαστος Χοϊδάς σκλήρυνε την κριτική του στάση απέναντι στο παλάτι και στους υποστηρικτές του. Χαρακτηριστικό της ακεραίας του προσωπικότητας ήταν η στάσης του όταν απερρίφθη από την Βουλή της εποχής το νομοσχέδιο ΄΄Περί τιμωρίας των καταχρωμένων τα δημόσια χρήματα΄΄ . Ο Χοϊδάς παραιτήθηκε από το αξίωμά του και παρ΄ ότι η Βουλή δεν έκανε δεκτή την παραίτησή του εκείνος δεν επανήλθε! Η στάση του αυτή προκάλεσε την οργή παρακρατικών μηχανισμών οι οποίοι επιχείρησαν να τον δολοφονήσουν . Από τότε πρωτοστατούσε σε διαμαρτυρίες, έγραφε σε εφημερίδες πύρινα άρθρα υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της ελευθερίας και της ισότητας.
Με αφορμή άρθρο του στην εφημερίδα Ραμπαγιά, εναντίον του Βασιλέα Γεωργίου του Α΄ και του διαδόχου Κωνσταντίνου, του ασκήθηκε δίωξη και ποινή 3τους φυλακίσεως (31.5.1889) . Οδηγήθηκε στις φυλακές Χαλκίδας όπου ένα χρόνο αργότερα πέθανε από τις κακουχίες και την υποτροπή του παλαιού του τραύματος ( ή αυτοκτόνησε κατ΄ άλλους) χωρίς εν τω μεταξύ να ζητήσει χάρη αποφυλακίσεως , ενώ μπορούσε.