Ο Ερνέστο Τσίλλερ (Ernst Moritz Theodor Ziller, 1837-1923) ήταν ένας από τους πιο εξέχοντες Αρχιτέκτονες της εποχής του, γνωστός για το έργο του στην Ελλάδα και ειδικότερα στην Αθήνα, όπου άφησε έντονο το αποτύπωμά του με την κατασκευή σημαντικών κτιρίων. Γεννημένος στο Ζέρκοβιτς, ο Τσίλλερ σπούδασε αρχιτεκτονική και ξεκίνησε την καριέρα του στην Ευρώπη, πριν μετακομίσει στην Ελλάδα το 1860. Στην Αθήνα, έγινε γνωστός για την αρχιτεκτονική του προσέγγιση και το έργο του στον νεοκλασικισμό, ενώ υπήρξε ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της κατηγορίας των ξένων αρχιτεκτόνων που εργάστηκαν στη χώρα κατά τον 19ο αιώνα.
Μερικά από τα πιο γνωστά έργα του περιλαμβάνουν το Μέγαρο Κωλέττη, το Ναυτικό Μουσείο, τη Δημοτική Αγορά στην Αθήνα, το Εθνικό Θέατρο της Ελλάδας, το Κεντρικό Ταχυδρομείο της Αθήνας και το Ζάππειο Μέγαρο, ενώ επίσης είχε σημαντική συμμετοχή στη σχεδίαση κτιρίων σε άλλες πόλεις της Ελλάδας.
Ο Ερνέστο Τσίλλερ ήταν επίσης Ελευθεροτέκτονας. Αποτέλεσε μέλος της Αδελφότητας, μία ιδιότητα που τον συνέδεε με την πολιτική, πνευματική και καλλιτεχνική ελίτ της εποχής του. Αποτελούσε μέρος της σύνθετης κοινωνικής και πολιτικής του ταυτότητας στην Ελλάδα της εποχής του και είναι γνωστό ότι είχε καλές σχέσεις με την ελληνική πολιτική και κοινωνική ελίτ.
Η συμμετοχή του στον Ελευθεροτεκτονισμό επηρέασε την κοινωνική του δικτύωση και το κύρος του, καθώς τον συνέδεσε με σημαντικές προσωπικότητες και πολιτικούς της εποχής, κάτι που αντανακλάται στα έργα του και στην επιρροή του στην αρχιτεκτονική σκηνή της χώρας. Όπως πολλοί από τους συγχρόνους του, βρήκε στο δίκτυο των Ελευθεροτεκτόνων έναν ουσιαστικό τρόπο για την ενίσχυση επαγγελματικών σχέσεων και για την υποστήριξη του έργου του στην Αθήνα.
Η συμμετοχή του Τσίλλερ στον Ελευθεροτεκτονισμό διευκόλυνε την ένταξή του στους κοινωνικούς και πολιτικούς κύκλους της Ελλάδας, που είχαν επιρροή στη διαμόρφωση δημόσιων έργων και αρχιτεκτονικών παραγγελιών κατά τον 19ο αιώνα.
Απεβίωσε στις 4 Νοεμβρίου 1923 στην Αθήνα και ενταφιάστηκε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, με τις συνεισφορές του στο πολιτιστικό τοπίο της Ελλάδας να παραμένουν διαρκείς και σημαντικές.