Ιωακείμ Γ’ (Κωνσταντινούπολη, 18/1/1834 - 13/11/1912)
Στοά "Πρόοδος"

Ο Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄ (κατά κόσμον Χρήστος Δημητριάδης ή Δεβετζής) ήταν Οικουμενικός Πατριάρχης κατά τα έτη 1878-1884 και 1901-1912.

Το 1852 χειροτονήθηκε διάκονος, λαμβάνοντας το όνομα Ιωακείμ, από τον Μητροπολίτη Πωγωνιανής Νίκανδρο στο Βουκουρέστι, όπου και παρέμεινε ως το 1854 σπουδάζοντας και μαθαίνοντας τη ρουμανική γλώσσα. Από το 1854 ως το 1860 υπηρέτησε ως ιεροδιάκονος στους ελληνικούς ναούς της Βιέννης, συνεχίζοντας τις σπουδές του και μαθαίνοντας γερμανικά.

Πνευματικό παιδί του Μητροπολίτη Κυζίκου και μετέπειτα Οικουμενικού Πατριάρχη Ιωακείμ Β’, μετά την εκλογή του τελευταίου στον οικουμενικό θρόνο χειροτονήθηκε πρεσβύτερος το 1863 και διορίστηκε Μέγας Πρωτοσύγκελλος. Στις 10 Δεκεμβρίου του 1864 εξελέγη Μητροπολίτης Βάρνης, θέση στην οποία παρέμεινε ως το 1874. Μετά την επάνοδο του Ιωακείμ Β’ στον οικουμενικό θρόνο, ο Ιωακείμ ανέλαβε την Ιερά Μητρόπολη Θεσσαλονίκης στις 9 Ιανουαρίου του 1874, την οποία ποίμανε ως το 1878.

Στις 4 Οκτωβρίου 1878, μετά τον θάνατο του Ιωακείμ Β’, εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης. Κατά την Πατριαρχία του ρύθμισε με επιτυχία πολλά διοικητικά ζητήματα και φρόντισε ιδιαίτερα για την ενίσχυση της παιδείας. Έκτισε το Ιωακείμειο Παρθεναγωγείο και το 1880 έθεσε και πάλι σε λειτουργία το πατριαρχικό τυπογραφείο και εξέδωσε το περιοδικό Εκκλησιαστική Αλήθεια. Επίσης ίδρυσε την Πατριαρχική Βιβλιοθήκη, έθεσε τα θεμέλια του νέου οικοδομήματος της Μεγάλης του Γένους Σχολής στο λόφο του Φαναρίου (30 Ιανουαρίου 1880) και επέκτεινε τις κτιριακές εγκαταστάσεις του Πατριαρχείου.

Το 1879 αναγνώρισε το αυτοκέφαλο της Σερβικής Εκκλησίας και μεταβίβασε τη Μητρόπολη Δρύστρας στην Εκκλησία της Ρουμανίας. Το 1882 παραχώρησε τις μητροπόλεις Θεσσαλίας και Άρτας στην Εκκλησία της Ελλάδος, αφού ήδη είχε προηγηθεί η πολιτική τους ενσωμάτωση.

Στις 30 Μαρτίου 1884 εξαναγκάστηκε σε παραίτηση επειδή αντέδρασε στις απαιτήσεις της τουρκικής κυβέρνησης να καταργηθούν τα προνόμια που είχαν παραχωρηθεί στην Ορθόδοξη Εκκλησία[16]. Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων με την Οθωμανική κυβέρνηση είχε υποβάλει παραίτηση τρεις φορές τον Δεκέμβριο του 1883, οι οποίες δεν έγιναν δεκτές.

Στις 25 Μαΐου 1901 επανήλθε στον οικουμενικό θρόνο, καθώς εξελέγη για δεύτερη φορά Οικουμενικός Πατριάρχης, διαδεχόμενος τον παυθέντα Κωνσταντίνο Ε΄. Κατά τη 2η πατριαρχεία του συμπλήρωσε και βελτίωσε τα οικονομικά του Πατριαρχείου, ίδρυσε ορφανοτροφείο θηλέων στη νήσο Πρώτη και αρρένων στην Πρίγκηπο, συνέστησε τη σχολή Γλωσσών και Εμπορίου με μαθητές και Τούρκους, συμπλήρωσε την οικοδομή των νοσοκομείων Βαλουκλή βοηθούμενος κυρίως από τις οικογένειες Ζαρίφη, Μαυρογορδάτου, Βαλλιάνου, Νεγρεπόντη, Κορωνιού, Σινιόσογλου και άλλων από Ελλάδα, Βουλγαρία, Ρουμανία, Ρωσία καθώς και από Αίγυπτο.

Τιμήθηκε με τα ανώτερα παράσημα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, της Αυστροουγγαρίας και των Βασιλείων Ελλάδος, Βουλγαρίας, Αιγύπτου, Ρωσίας και Ρουμανίας. Στις 21 Μαρτίου του 1912 το πανεπιστήμιο Αθηνών τίμησε την προσφορά του αναγορεύοντας τον επίτιμο διδάκτορα της Θεολογίας. Ο Ιωακείμ Γ΄ πατριάρχευσε έως τις 13 Νοεμβρίου του 1912, οπότε μετά από ολιγοήμερη ασθένεια πέθανε (στις 26 Νοεμβρίου) και κηδεύτηκε στο πατριαρχικό κοιμητήριο της Ζωοδόχου Πηγής του Βαλουκλή στην Κωνσταντινούπολη, λίγο μετά την είσοδο των ελληνικών στρατευμάτων στη Θεσσαλονίκη.