Ο Εδουάρδος Ζ’ (Edward VII, 1841-1910), βασιλιάς του Ηνωμένου Βασιλείου και αυτοκράτορας των Ινδιών από το 1901 έως το 1910, ήταν γιος της Βασίλισσας Βικτωρίας και του Πρίγκιπα Αλβέρτου. Ήταν γνωστός για την εξαιρετική του κοινωνικότητα, τη διπλωματική του ικανότητα και την ενεργό συμμετοχή του σε εξωτερικές υποθέσεις, ιδίως στη βελτίωση των σχέσεων με την Γαλλία, την περίοδο που ονομάστηκε “Entente Cordiale”. Η βασιλεία του σηματοδότησε το τέλος της Βικτωριανής Εποχής και την έναρξη της Εδουαρδιανής Εποχής, περιόδου που χαρακτηρίστηκε από κοινωνικές και πολιτισμικές αλλαγές.
Ο Εδουάρδος Ζ’ ήταν επίσης Ελευθεροτέκτονας και ενεργό μέλος της Τεκτονικής Αδελφότητας. Μυήθηκε το 1868 σε στοά της Σουηδίας και αναγνωρίστηκε για τη συμμετοχή του στην προώθηση των τεκτονικών ιδεωδών.
Μετά την επιστροφή του στην Αγγλία, συμμετείχε ενεργά σε πολλές στοές και ίδρυσε πολλές άλλες κατά τη διάρκεια της τεκτονικής του σταδιοδρομίας. Ήταν μέλος και προστάτης της Μεγάλης Στοάς της Σκωτίας και της Ιρλανδίας, καθώς και επίτιμο μέλος της Στοάς του Εδιμβούργου, Νο.1.
Το 1874, ο Εδουάρδος Ζ’ ανέλαβε το αξίωμα του Μεγάλου Διδασκάλου της Ηνωμένης Μεγάλης Στοάς του Ηνωμένου Βασιλείου και υπηρέτησε με αυτό το αξίωμα έως το 1901. Κατά τη διάρκεια της θητείας του ως Μεγάλος Διδάσκαλος, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην προώθηση του Ελευθεροτεκτονισμού σε όλη τη Βρετανική Αυτοκρατορία.
Ο ρόλος του στην Αδελφότητα και η σχέση του με άλλους μεγάλους τεκτονικούς ηγέτες της εποχής ήταν σημαντική για την ανάπτυξη του Ελευθεροτεκτονισμού στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Εκτός από το αξίωμα του Μεγάλου Διδασκάλου, ο Εδουάρδος Ζ’ κατείχε και άλλα αξιώματα, όπως μέλος και προστάτης του Ανώτατου Συμβουλίου του Τριακοστού Τρίτου Βαθμού για την Αγγλία, καθώς και ύψιστο αξίωμα στην Βασιλική Αψίδα. Ήταν επίσης επίτιμο μέλος διαφόρων άλλων Στοών, συμπεριλαμβανομένων αυτών στη Σκωτία και την Ιρλανδία.
Απεβίωσε το 1910 στο Λονδίνο, πριν την εκτόνωση της κοινοβουλευτικής κρίσης.