Μάντζαρος –Χαλκιόπουλος Νικ.

Μάντζαρος –Χαλκιόπουλος Νικ.

ΣΤ:. Φοίνιξ Κερκύρας

(Κέρκυρα 1795 – 1872) 

 

Γεννήθηκε στην Κέρκυρα από πλούσια και λόγια οικογένεια. Σπούδασε μουσική στην Κέρκυρα (πιάνο και βιολί) με δασκάλους Ιταλικής καταγωγής, τους αδελφούς Πογιάγου. Στη συνέχεια πήρε μαθήματα θεωρητικά και σύνθεσης. Το 1815 παρουσίασε τα πρώτα του Μουσικά έργα. Το 1819 φεύγει για ανώτερες μουσικές σπουδές στην Ιταλία και συγκεκριμένα στη Νάπολι που ήταν μεγάλο μουσικό κέντρο ανάδειξης νέων μουσικών ταλέντων. Φοιτά στο Βασιλικό ωδείο πλάι στον διευθυντή αρχιμουσικό Ν.Α. Τσινγκαρέλι. Το 1826 επιστρέφει στην Κέρκυρα και παραδίδει μαθήματα . ΄Ηταν ο δάσκαλος των μεγαλύτερων μουσικών και συνθετών της Επτανησιακής σχολής της οποίας θεωρείται και ο ιδρυτής της. Το πολιτιστικό επίπεδο της Κερκύρας ως πρωτεύουσας του Ιονίου Κράτους ήταν υψηλότατο την εποχή εκείνη. Η μουσική του Μάντζαρου ήταν η πρώτη έντεχνη μουσική που γράφτηκε από Έλληνα στην Ελλάδα. Αν και διεθνώς το έργο του εντάσσεται στην Ιταλική σχολή. Έγραψε πολλά μουσικά είδη, όπως μία μονόπρακτη όπερα, έργα πιανιστικά και για κουαρτέτα εγχόρδων, φούγκες αλλά και συμφωνική μουσική. Εκείνο το έργο όμως που τον έκανε ξεχωριστό για μας τους Έλληνες ήταν η μελοποίηση των τεσσάρων πρώτων στίχων του ‘Υμνου στην Ελευθερία , του Διονυσίου Σολωμού που υιοθετήθηκε ως ο Εθνικός μας Ύμνος. Αυτό έγινε το 1928-30 όταν βεβαίως ζούσε ακόμη ο Σολωμός και είχε γραφτεί για 4φωνη ανδρική χορωδία. Το έργο παιζόταν στην Κέρκυρα αλλά παρ’ ότι ο Μάντζαρος το έστειλε και με άλλες μελοποιήσεις και παραλλαγές στον Όθωνα ποτέ δεν υιοθετήθηκε ως Εθνικός ύμνος. ‘Επρεπε να έρθει για επίσημη επίσκεψη το 1865 ο Γεώργιος ο Α’ ως νέος Βασιλιάς για να τον ακούσει και αμέσως να διατάξει να παίζεται σε όλες τις Ναυτικές επίσημες τελετές και παρατάξεις. Το 1907 η μουσική του Μάντζαρου μετεγράφει για να παίζεται από στρατιωτική μπάντα, από τον Μαργ. Καστέλλη. Ο Μάντζαρος διετέλεσε ισόβιος πρόεδρος της Φιλαρμονικής εταιρείας της Κερκύρας, Τιμήθηκε με τον Αργυρό Σταυρό του Βασιλικού Τάγματος του Σωτήρος (1845).